- καταχρώ
- καταχρῶ, -άω (Α)βλ. καταχρώμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταχρῶ — καταχράομαι pres imperat mp 2nd sg (ionic) καταχράομαι imperf ind mp 2nd sg (ionic) καταχράω make full use of pres imperat mp 2nd sg καταχράω make full use of pres subj act 1st sg (attic epic ionic) καταχράω make full use of pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχρώμαι — (AM καταχρῶμαι, άομαι, Α και καταχρέομαι) 1. κάνω μεγάλη χρήση ενός πράγματος, χρησιμοποιώ κάτι πάρα πολύ («καταχρῆται ἡ φύσις ἐν παρέργῳ τῇ... ἀναπνοῇ πρὸς τὴν ὄσφρησιν», Αριστοτ.) 2. κάνω κακή ή υπέρμετρη χρήση ενός πράγματος, κάνω κατάχρηση (α … Dictionary of Greek